φοιτάς

φοιτάς
-άδος, ἡ, Α
(κυρίως ως τ. θηλ. τού επιθ. φοιταλέος*)
1. (ως προσωνυμία τής Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι εκεί σαν παράφρων
2. (με σημ. επιθ.) α) μανιακή
β) (κατά το λεξ. Σούδα) (για οδό) πολυσύχναστη
3. (με σημ. ουσ.) πόρνη που περιφέρεται στους δρόμους
4. φρ. α) «φοιτὰς νόσος» — μανία, παραφροσύνη (Σοφ.)
β) «φοιτὰς ῥιπή» — η ασταθής κίνηση τής φλόγας (Τρυφιόδ.)
γ) «φοιτὰς ἐμπορίη» — το εμπόριο που διεξάγεται μέσω τών θαλάσσιων οδών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τυπ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοιτάς — madness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτᾷς — φοιτάω go to and fro pres subj act 2nd sg φοιτάω go to and fro pres ind act 2nd sg (epic) φοιτάζω fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτᾶις — φοιτᾷς , φοιτάω go to and fro pres subj act 2nd sg φοιτᾷς , φοιτάω go to and fro pres ind act 2nd sg (epic) φοιτᾷς , φοιτάζω fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάδα — φοιτάς madness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάδας — φοιτάς madness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάδες — φοιτάς madness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάδι — φοιτάς madness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάδος — φοιτάς madness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάσι — φοιτάς madness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτάσιν — φοιτάς madness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”